- Αμαλάριχος ή Αμορί
- (Amalric Amaury). Όνομα δύο Λατίνων βασιλιάδων της Ιερουσαλήμ. 1. Α.Α’ (1135 – 1174). Βασιλιάς της Ιερουσαλήμ (1163-74), δεύτερος γιος του Φούλκου Ε’, κόμη της Ανδηγαυίας, και αδελφός του Βαλδουίνου Γ’τον οποίο διαδέχτηκε στον θρόνο. Αφού χώρισε την πρώτη του γυναίκα Αγνή, νυμφεύτηκε τη Μαρία Κομνηνή, κόρη ανιψιού του ισχυρού αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης Μανουήλ Κομνηνού. Σε όλη τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Α. πολέμησε κατά των Τούρκων της Αιγύπτου, την οποία προσπάθησε να καταλάβει τρεις φορές (1164, 1167 και 1168). Στην τελευταία εκστρατεία που έγινε με τη βοήθεια των Βυζαντινών, ο Α. πρόδωσε τον κοινό αγώνα και έκλεισε χωριστή ειρήνη με τους Αιγυπτίους, γιατί φοβήθηκε ότι o ισχυρός στρατός του Μανουήλ θα κατακτούσε την Αίγυπτο. Ο βυζαντινός στρατηγός Κοντοστέφανος αναγκάστηκε να σταματήσει την πολιορκία της Δαμιέτης και να φύγει από την Αίγυπτο, ενώ ο Α. επέστρεψε στην Παλαιστίνη (1169). Ο Α. υποστήριξε πολύ τα γράμματα και τις τέχνες και λέγεται ότι αυτός πρoέτρεψε τον Γουλιέλμο της Τύρου να γράψει τη μεγάλη του Ιστορία του αγίου πολέμου. 2. Α. B’(1114 – 1205). Βασιλιάς της Κύπρου (1194-1205) και της Ιερουσαλήμ (1197-1205), αδελφός του Γουίδου του Λουζινιάν τον οποίο και διαδέχτηκε στον θρόνο της Κύπρου. Απέκτησε το στέμμα της Ιερουσαλήμ μετά τον δεύτερο γάμο του με την Ισαβέλλα, κόρη του Αμαλάριχου Α’ και της Μαρίας Κομνηνής. Κατόρθωσε να ξαναπάρει τη Βηρυτό από τους μωαμεθανούς και το 1198 σύναψε μαζί τους ανακωχή για πέντε χρόνια. To 1204 επωφελήθηκε από τον πόλεμο για τη διαδοχή του Σαλαδίνου και ανανέωσε την ανακωχή για έξι χρόνια. Ο Α. υπήρξε δραστήριος, δίκαιος και επιδέξιος ηγεμόνας. Μετά τον θάνατό του τάφηκε με μεγάλες τιμές στη μητρόπολη της Λευκωσίας και το στέμμα της Ιερουσαλήμ πήρε η Μαρία Μομφερατική ενώ το στέμμα της Κύπρου ο Ούγος Α’, γιος του Α. από την πρώτη του σύζυγο Ισαβέλλα ντ’ Ιμπελέν.
Dictionary of Greek. 2013.